Η ελληνική ναυτιλία - τόσο το στοιχειωδώς εξοπλισμένο Βασιλικό Ναυτικό, όσο και η την εποχή εκείνη ακμάζουσα εμπορική ναυτιλία - απώλεσε κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το μεγαλύτερο μέρος των πλοίων της. Ιδιαίτερα ισχυρό χτύπημα δέχτηκε η εμπορική ναυτιλία η οποία, με συνολικές απώλειες ύψους 1.400.000 περίπου ΚΟΧ, απώλεσε το 72 τοις εκατό του συνολικού της στόλου. Εκτός των βυθίσεων, οι οποίες προήλθαν κυρίως από τορπιλισμούς και νάρκες, στην συρρίκνωσή της συνέβαλαν και άλλοι επιμέρους παράγοντες όπως οι επιτάξεις, τα ναυλοσύμφωνα, και οι δημεύσεις, τόσο από τις δυνάμεις του Άξονα, όσο και από τους Συμμάχους. Ένας ιδιαίτερα σημαντικός παράγοντας, ο οποίος στάθηκε καθοριστικός για τις πλείστες απώλειες του ελληνικού εμπορικού στόλου, κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στάθηκαν οι άκρως κερδοφόρες συμβάσεις του ελληνικού κράτους και των εφοπλιστικών εταιρειών, που συνάφθηκαν κυρίως με τις συμμαχικές κυβερνήσεις. Σαν απόρροια των συμβάσεων αυτών τα ελληνικά εμπορικά πλοία και τα πληρώματά τους, βρέθηκαν σε διατλαντική υπηρεσία με αποτέλεσμα να διατρέχουν συνεχώς τον κίνδυνο να αποτελέσουν στόχους των γερμανικών τορπιλών.
Όπως δηλώνει ο τίτλος, η συνεργατική αυτή παραγωγή έχει αφενός σαν σκοπό της την παράθεση ενός καταλόγου των ελληνικών πλοίων, τα οποία απωλέσθηκαν κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και αφετέρου την παροχή επιπλέον πληροφοριών στον ενδιαφερόμενο αναγνώστη, οι οποίες πιθανώς θα ήταν σε θέση να συνεισφέρουν στην περαιτέρω τεκμηρίωση των επιμέρους λημμάτων, αναδεικνύοντας όχι μόνο τις απώλειες καθαυτές, αλλά και την ιδιαίτερη σχέση τους με τον ιστορικό περίγυρο. Όπως οι περισσότερες συνεργατικές παραγωγές αυτού του είδους, η εργασία αυτή έχει την μορφή μιας βάσης δεδομένων. Έναν απώτερο σκοπό αποτελεί η συνεχής ενημέρωσή της με προσθήκες νέων πληροφοριών, ορισμένες εκ των οποίων αναμένεται να ανακτηθούν από τις επιμέρους θεματικές συζητήσεις οι οποίες ευελπιστούμε ότι θα προκύψουν στο Forum Marinearchiv, το οποίο και φιλοξενεί το συγκεκριμένο «πρότζεκτ».
Η συνεργατική αυτή παραγωγή είναι ανοικτή σε όλα τα μέλη του Forum Marinearchiv, τα οποία επιθυμούν να συμμετάσχουν συνεισφέροντας σε αυτήν πληροφορίες, φωτογραφίες και έγγραφα ή να συμμετάσχουν στις ανάλογες θεματικές συζητήσεις στα γερμανικά και αγγλικά, οι οποίες αναμένεται να προκύψουν. Θα ήθελα να ευχαριστήσω στο σημείο αυτό, εκ των προτέρων, όλους τους πιθανούς συμμετέχοντες για το ενδιαφέρον τους και την προσφορά τους.
Εδώ μπορείτε να μεταβείτε στο τμήμα των «Ελληνικών Απωλειών» του → Forum
Από τα τρία θωρηκτά, δέκα αντιτορπιλικά, δέκα τρία τορπιλοβόλα, ένα εύδρομο, μία τορπιλάκατο, έξι υποβρύχια, πέντε ναρκαλιευτικά και δέκα πέντε βοηθητικά πλοία, τα οποία αποτελούσαν στις αρχές του έτους 1940 το κύριο δυναμικό του ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού, απέμειναν μετά την γερμανική επίθεση ενάντια στην Ελλάδα, τον Απρίλη του 1941, μόνο ένα θωρηκτό, έξι αντιτορπιλικά, πέντε υποβρύχια και τρία βοηθητικά πλοία, τα οποία βρήκαν, μετά την εγκατάλειψη του ελλαδικού χώρου, καταφύγιο στην Αίγυπτο. Οι κύριοι λόγοι της στρατιωτικής αυτής καταστροφής βρίσκονται συνυφασμένοι με τις ιστορικές συνθήκες και τις πολιτικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες της χώρας, και δύνανται να συνοψιστούν εν συντομία στα τέσσερα ακόλουθα σημεία.
1. Το τέλος του Ελληνοτουρκικού Πολέμου (1919-1922), το οποίο σφραγίστηκε με την καθολική ήττα της Ελλάδας, δεν έφερε μόνο το τέλος της αποκαλούμενης «Μεγάλης Ιδέας» - το όραμα του ελληνικού εθνικισμού, του οποίου κύριος στόχος υπήρξε η ενοποίηση όλων των τμημάτων του πρώην «Ελληνικού Κόσμου» - αλλά και το τέλος της μακρόχρονης παρουσίας των ελληνόφωνων και αλλόφωνων χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας. Οι 1,25 εκατομμύρια χριστιανοί ορθόδοξοι, οι οποίοι περιγραφόταν από τις οθωμανικές αρχές ως «Ρωμιοί» (τουρκ. Rum) και οι οποίοι έζησαν για αιώνες στην Μικρά Ασία, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την χώρα - υπό την επίβλεψη των δυνάμεων της Entente - ζητώντας καταφύγιο, ως πρόσφυγες, στην ελληνική επικράτεια. Τα προβλήματα που έφερε η μετεγκατάσταση του προσφυγικού αυτού πληθυσμού βύθισε την Ελλάδα σε μια μεγάλη οικονομική και κοινωνική κρίση, η οποία διήρκεσε ουσιαστικά μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η υπό τις συνθήκες αυτές προκύψασα έλλειψη οικονομικών πόρων οδήγησε, ανάμεσα σε πολλά άλλα, στον ελλιπή εξοπλισμό του στόλου του ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού, ο οποίος θεωρείτο εξάλλου, από πολλούς κυβερνητικούς αξιωματούχους, ως «είδος πολυτελείας» με περιορισμένη χρησιμότητα.
2. Η μαζική μετεγκατάσταση του μικρασιατικού πληθυσμού στον ελλαδικό χώρο - σε συνδυασμό με τον αντίκτυπο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, η οποία ξεκίνησε με το κραχ του 1929 - οδήγησε την Ελλάδα, κατά την διάρκεια της δεκαετίας του ΄30, σε μια έντονη πολιτική, κοινωνική και οικονομική αστάθεια. Οι συνεχείς στρατιωτικές επεμβάσεις στην πολιτική ζωή του τόπου, επιδείνωσαν την πολιτική και κοινωνική ζωή, οδηγώντας την χώρα σε μια μακροχρόνια κρίση.
3. Οι συνεχείς προσπάθειες των πολιτικών κομμάτων να αποκτήσουν, με την βοήθεια του στρατού, τον έλεγχο της προβληματικής οικονομίας και των ασταθών πολιτικών συνθηκών, οδήγησε σε αμέτρητα πραξικοπήματα, κατά τα οποία ο στρατός ήταν μονίμως παρών. Το με τα περισσότερα ίσως σημαντικά επακόλουθα στρατιωτικό πραξικόπημα, υπήρξε το πραξικόπημα του 1935 το οποίο έληξε με την ήττα των πραξικοπηματιών. Πρόκειται για την προσπάθεια των «δημοκρατικών» αξιωματικών του Βασιλικού Ναυτικού, υπό την αρχηγία του στρατηγού Νικολάου Πλαστήρα, να επαναφέρουν τον πρώην πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο στην εξουσία. Η αποτυχία του πραξικοπήματος αυτού οδήγησε στο να αποταχθούν οι μισοί περίπου μόνιμοι αξιωματικοί του Βασιλικού Ναυτικού, οι «δημοκρατικοί», πολλοί εκ των οποίων εξορίστηκαν. Σαν μια επιπλέον απόρροια του γεγονότος αυτού το Βασιλικό Ναυτικό, και γενικότερα ο ελληνικός στρατός, δεν υπέστη μόνο μια σημαντική αποδυνάμωση της ηγεσίας του, αλλά και μια βαθιά διάσπαση, εκφρασμένη μέσα από την ένταση των αντιθέσεων που κυριάρχησαν ανάμεσα στο δημοκρατικό και στο βασιλόφρον δυναμικό του.
4. Μετά τον θάνατο του πρωθυπουργού Γεωργίου Κονδύλη, ο μετέπειτα δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς διορίστηκε στις 13 Απριλίου 1936, από τον βασιλιά Γεώργιο τον Β ', ως πρωθυπουργός και ταυτόχρονα ως υπουργός εξωτερικών της χώρας. Ο Μεταξάς κατάφερε μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να δημιουργήσει ένα απολυταρχικό καθεστώς, στηριγμένο στα πρότυπα του ιταλικού Φασισμού και του γερμανικού Εθνικοσοσιαλισμού. Αμέσως μετά την αιματηρή καταστολή, τον Μάιο του ΄36, της μεγάλης εργατικής απεργίας στην Θεσσαλονίκη, ο Μεταξάς κατέλυσε το κοινοβούλιο την 4η Αυγούστου του 1936 και ανέστειλε το σύνταγμα της χώρας. Η κίνηση αυτή αποτέλεσε την απαρχή της μεταξικής δικτατορίας η οποία έμελλε να διαρκέσει έως το έτος 1941. Παρά το γεγονός ότι ο στρατός επωφελήθηκε από την δικτατορία του Μεταξά, το Βασιλικό Ναυτικό παρέμεινε ανεπαρκώς εξοπλισμένο, σαν συνέπεια του «δημοκρατικού» πραξικοπήματος του ΄35 στο οποίο είχε πρωτοστατήσει. Κατά το διάστημα αυτό παραγγέλθηκαν δύο μόνο νεότευκτα αντιτορπιλικά, τα ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ και ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ. Ο βαθύς διαχωρισμός, όχι μόνο στο στράτευμα αλλά και στο σύνολο του πληθυσμού, ανάμεσα σε δημοκράτες και βασιλόφρονες, έμελλε να διαρκέσει στην συνέχεια μέχρι και μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Τα προαναφερόμενα στοιχεία και γεγονότα οδήγησαν, σε γενικές γραμμές, στον ανεπαρκή εξοπλισμό του Βασιλικού Ναυτικού με αξιοπόλεμο υλικό και ικανό προσωπικό. Τα περισσότερα από τα πλοία του βασιλικού στόλου ήταν, ήδη πριν την έναρξη του πολέμου, απαρχαιωμένα και ακατάλληλα για μάχη. Ως εκ τούτου το Βασιλικό Ναυτικό δεν ήταν σε θέση να αντιταχθεί με επιτυχία στις συνεχείς μαζικές επιθέσεις της γερμανικής αεροπορίας, της Luftwaffe, τον Απρίλιο του 1941.
Μετά τον κατάπλου του συρρικνωμένου ελληνικού στόλου στην Αλεξάνδρεια, η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να συνεχίσει τον αγώνα, δίπλα στο πλευρό των Συμμάχων και ενάντια στις δυνάμεις του Άξονα, έχοντας σαν κύρια βάση της την Αίγυπτο. Το διάστημα αυτό και μέσα στα πλαίσια της ανασύνταξής του, με σκοπό την συνέχιση του πολέμου, το ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό έλαβε από την βρετανική κυβέρνηση βοήθεια σε μορφή υλικού, πλοίων, υποβρυχίων και επισκευαστικής υποστήριξης.
Το έτος 1942 το ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό έλαβε από τις συμμαχικές δυνάμεις τέσσερα αντιτορπιλικά, τα ΚΑΝΑΡΗΣ, ΜΙΑΟΥΛΗΣ, ΠΙΝΔΟΣ και ΑΔΡΙΑΣ, το καταδρομικό ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ και το ιταλικό πολεμικό λάφυρο υποβρύχιο ΜΑΤΡΟΖΟΣ (πρ. PERLA). Τα πλοία αυτά αποτέλεσαν την ραχοκοκαλιά του βασιλικού στόλου, παραμένοντας ενταγμένα σε αυτόν μέχρι και την μεταπολεμική περίοδο.
Κατά την διάρκεια των συμμαχικών πολεμικών επιχειρήσεων στο Αιγαίο Πέλαγος, το φθινόπωρο του 1943, το ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό έχασε δύο από τα πιο εξέχοντα πλοία του, μαζί με τους θρυλικούς κυβερνήτες τους. Το υποβρύχιο ΚΑΤΣΩΝΗΣ, με κυβερνήτη τον αντιπλοίαρχο Βασίλη Λάσκο, και το αντιτορπιλικό ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ, με κυβερνήτη τον αντιπλοίαρχο Γεώργιο Μπλέσσα. Το ΚΑΤΣΩΝΗΣ βυθίστηκε βόρεια της νήσου Σκιάθου την 14.09.1943, από το γερμανικό ανθυποβρυχιακό UJ-2101 (Kptlt. Fritz Vollheim) και το ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ, μαζί με το βρετανικό αντιτορπιλικό HMS INTREPID, βυθίστηκε στον κόλπο του Portolago (σήμερα Λακκί), στην νήσο Λέρο, την 26.09.1943, μετά από συνεχή βομβαρδισμό που διεκπεραίωσαν 25 αεροσκάφη τύπου Junker Ju 88, της γερμανικής πολεμικής αεροπορίας.
Εν αντιθέσει με το Βασιλικό Ναυτικό η ελληνική εμπορική ναυτιλία διένυε μια ακμάζουσα περίοδο κατά τα τέλη της δεκαετίας του ΄30. Παρά το γεγονός ότι απώλεσε τα δύο τρίτα περίπου του στόλου της κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και στην συνέχεια, στις αρχές της δεκαετίας του ΄30, οδηγήθηκε σε ύφεση λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, η ελληνική εμπορική ναυτιλία κατόρθωσε όχι μόνο να αυξήσει τα κέρδη της, κατά την περίοδο αυτή, αλλά και να επεκταθεί σημαντικά, έτσι ώστε η Ελλάδα να κατατάσσεται ανάμεσα στις δέκα κορυφαίες ναυτικές χώρες παγκοσμίως.
Εκτός της ορθής πολιτικής που ακολούθησαν οι ελληνικές εφοπλιστικές εταιρείες, κατανέμοντας τις δραστηριότητές τους μεταξύ των δύο άκρως σημαντικών διεθνών εμπορικών κέντρων, του Πειραιά και του Λονδίνου, κατάφεραν επιπλέον - μέσω των διευκολύνσεων στις στρατηγικές αγοράς και πώλησης πλοίων, καθώς και του αποκαλούμενου «MRS» (Minimum Rate Scheme = «Σχέδιο Ελάχιστου Ναύλου») - να εκμεταλλευθούν τις εμπορικές και εφοπλιστικές διεθνείς συγκυρίες, φθάνοντας στην επιθυμητή και προσδοκώμενη επιτυχία.
Το 1938, έναν χρόνο πριν την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η ελληνόκτητη εμπορική ναυτιλία βρισκόταν στην τρίτη θέση της παγκόσμιας κλίμακας, μετά την Αγγλία και την Νορβηγία, έχοντας στον στόλο της ενταγμένα 638 πλοία, συνολικού τονάζ 1,9 εκατομμυρίων ΚΟΧ. Τα περισσότερα από τα πλοία αυτά ήταν φορτηγά, αποτελώντας το 96 τοις εκατό του δυναμικού της.
Οι κύριες αιτίες της οικονομικής επιτυχίας της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας, κατά την διάρκεια της δεκαετίας του ΄30, δύνανται να συνοψιστούν εν συντομία στα τέσσερα ακόλουθα σημεία.
1. Οι ελληνόκτητες εφοπλιστικές και εμπορικές εταιρείες δεν είχαν εξαπλώσει τις δραστηριότητές τους μόνο στον Πειραιά και στο Λονδίνο, αλλά και σε όλα σχεδόν τα σημαντικά διεθνή εμπορικά κέντρα της Ευρώπης, από την Μαύρη Θάλασσα έως και την Βαλτική. Οι εταιρείες αυτές ανήκαν κυρίως σε εφοπλιστικές οικογένειες και οι λειτουργικοί τους μηχανισμοί ήταν συνήθως στελεχωμένοι από μέλη των οικογενειών αυτών, τα οποία αντιμετώπιζαν το εμπόριο και τις σχέσεις εργασίας, πρωτίστως σαν μια οικογενειακή υπόθεση. Οι ιδιαίτερες αυτές, από ισχυρά οικογενειακά συμφέροντα κυριαρχούμενες σχέσεις εργασίας, είχαν καλλιεργήσει μια εργασιακή ηθική την οποία δεν ήταν σε θέση να συναγωνιστούν οι ευρωπαϊκές εφοπλιστικές εταιρείες, με αποτέλεσμα να καταστεί η ελληνόκτητη εμπορική ναυτιλία εργασιακά ασυναγώνιστη, αποκτώντας ταυτόχρονα ένα μείζον οικονομικό εύρος.
2. Η αγορά πλοίων κατά την διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης - το διάστημα που οι τιμές τους είχαν καταρρεύσει κατακόρυφα, αγγίζοντας ένα ιστορικό χαμηλό - οδήγησε σε σημαντικό εκσυγχρονισμό, ανανέωση και επέκταση του ελληνικού εμπορικού στόλου. Ταυτόχρονα, πολλά από τα πλοία που είχαν προγραμματισθεί να αποσυρθούν πωλήθηκαν, κατά κύριο λόγο στην Γερμανία, παρακάμπτοντας την ισχύουσα απαγόρευση της Συνθήκης των Βερσαλλιών, με αποτέλεσμα την υψηλή κερδοφορία. Ιδιαίτερα υψηλά κέρδη ωστόσο, για την ελληνική εμπορική ναυτιλία, προήλθαν από τα ναυλοσύμφωνα, το εμπόριο, και τις πωλήσεις πλοίων κατά την διάρκεια του Ιταλοαβυσσινιακού Πολέμου (1935-1936) και του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου (1936-1939).
3. Το 1938 δεκαεπτά ελληνόκτητες εφοπλιστικές και εμπορικές εταιρείες, οι οποίες είχαν την έδρα τους στο Λονδίνο, ένωσαν τους στόλους τους με αποτέλεσμα να αποκτήσουν τον έλεγχο επί του 48 τοις εκατό του ελληνόκτητου εμπορικού στόλου. Αυτό επέτρεψε στην ελληνική εμπορική ναυτιλία να συμμετάσχει δραστικά στο διεθνές εμπόριο, αποκομίζοντας μεγάλα κέρδη.
4. Το 1935 οι ελληνόκτητες ναυτιλιακές εταιρείες του Λονδίνου, έχοντας στην κατοχή τους τον δεύτερο σε παγκόσμια κλίμακα σημαντικότερο στόλο φορτηγών πλοίων, εισήγαγαν και καθιέρωσαν, σε συνεργασία με τις βρετανικές εφοπλιστικές εταιρείες του City, το αποκαλούμενο «Σχέδιο Ελάχιστου Ναύλου», ευρύτερα γνωστό σαν «MRS» (Minimum Rate Scheme). Επρόκειτο για ένα σχέδιο το οποίο είχε σκοπό τον καθορισμό και την ρύθμιση του ελαχίστου ορίου ναύλου των φορτηγών πλοίων, επιβάλλοντας ταυτόχρονα ένα άτυπο νέο μισθολόγιο το οποίο εμπεριείχε σημαντικές περικοπές στους μισθούς των ναυτεργατών. Μετά την εφαρμογή του MRS, την 14.01.1935, και την άμεση αποδοχή του από την Νορβηγία, την Ολλανδία, την Γαλλία και την Ιταλία, το «Σχέδιο Ελάχιστου Ναύλου» έγινε διεθνώς αποδεκτό, παραμένοντας σε ισχύ μέχρι και τις αρχές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η καθιέρωση του MRS οδήγησε στο να αποφευχθεί μια περαιτέρω μείωση των μεταφορικών ναύλων των φορτηγών πλοίων, όλων των εθνικών εμπορικών στόλων, κατά την διάρκεια της ιδιαίτερα σκληρής οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του ΄30.
Αμέσως μετά την έναρξη του Ελληνοïταλικού Πολέμου, την 28.10.1940, ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού εμπορικού στόλου επιτάχθηκε από την ελληνική κυβέρνηση και χρησιμοποιήθηκε για την κάλυψη των αναγκών του πολέμου, μέχρι και τον Απρίλιο του 1941. Επιπλέον, ένα μεγάλο μέρος των πλοίων του ελληνόκτητου εμπορικού στόλου, πρωτίστως με ελληνικά πληρώματα, είχε ήδη ναυλωθεί - αμέσως μετά την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου - από την βρετανική κυβέρνηση και είχε ενταχθεί στις συμμαχικές νηοπομπές του Ατλαντικού, μεταφέροντας στην βρετανική νήσο τα απαραίτητα για την ύπαρξή της αγαθά. Τα περισσότερα από τα πλοία αυτά και τα πληρώματά τους δεν επέστρεψαν ποτέ.
Μετά την γερμανική επίθεση ενάντια στην Ελλάδα, τον Απρίλη του ΄41, και την απώλεια του μεγαλύτερου μέρους του στόλου του ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού, ένα μέρος των πλοίων του ελληνικού εμπορικού στόλου ακολούθησε έμφορτο με πρόσφυγες, πολίτες και στρατιώτες (Έλληνες, Βρετανούς, Νεοζηλανδούς και Αυστραλούς) τον με προορισμό την Αίγυπτο αποχωρήσαντα ελληνικό βασιλικό στόλο. Πολλά από τα φορτηγά και τα πετρελαιοκίνητα αυτά πλοία χρησιμοποιήθηκαν από τις συμμαχικές δυνάμεις, με αποτέλεσμα να βυθιστούν. Τα πλοία του ελληνικού εμπορικού στόλου που παρέμειναν στην Ελλάδα, κατασχέθηκαν από τη γερμανική Wehrmacht και εντάχθηκαν στο γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό, την Kriegsmarine, σαν ένοπλα μεταγωγικά, ανθυποβρυχιακά, ναρκαλιευτικά, παράκτια προστατευτικά και νοσοκομειακά. Σχεδόν όλα αυτά τα πλοία βυθίστηκαν κατά την διάρκεια του πολέμου.
Η έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε τον ελληνόκτητο εμπορικό στόλο να κατέχει 607 φορτηγά πλοία, γεγονός το οποίο τον κατέτασσε άμεσα μεταξύ των τριών ισχυρότερων εμπορικών στόλων παγκοσμίως. Κατά την διάρκεια του πολέμου ο αριθμός των ελληνικών απωλειών ανήλθε στα 486 πλοία, συνολικού τονάζ 1.400.000 περίπου ΚΟΧ, τα οποία αντιπροσώπευαν το 72 τοις εκατό του συνολικού δυναμικού της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας. Τα μισά περίπου από τα πλοία αυτά απωλέσθηκαν κατά τα δύο πρώτα έτη του πολέμου.
Οι απώλειες του ελληνικού εμπορικού στόλου ήταν αναλογικά οι υψηλότερες από κάθε άλλο εμπόλεμο έθνος, συγκριτικά υψηλότερες ακόμη και από τις απώλειες του βρετανικού εμπορικού ναυτικού, το οποίο απώλεσε το 63 τοις εκατό του δυναμικού του. Μια σύγκριση με τις συνολικές συμμαχικές απώλειες, οι οποίες ανήλθαν σε 4.834 πλοία, συνολικού τονάζ 19.700.000 ΚΟΧ, δείχνει ότι οι ελληνικές απώλειες υπήρξαν ιδιαίτερα υψηλές.
Από τους 19.000 ναυτεργάτες των ελληνικών πληρωμάτων, οι οποίοι εργάζονταν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, 4.000 περίπου έχασαν την ζωή τους κατά την διάρκεια του πολέμου, κυρίως λόγω των βυθίσεων από τορπιλισμούς. Από αυτούς που κατάφεραν να επιζήσουν 2.500 επέστρεψαν ως ανάπηροι, ενώ άλλοι 200 επέστρεψαν με βαριές και ανεπανόρθωτες ψυχικές βλάβες, λόγω των βάναυσων εμπειριών που έζησαν ως ναυαγοί ή ως αιχμάλωτοι.
Τον Απρίλιο του 1941, μετά την μάχη των οχυρών, την κατάρρευση του μετώπου, την συνθηκολόγηση του ελληνικού στρατού και την υποχώρηση των ελληνικών και βρετανικών στρατευμάτων προς τον νότο, πολλά από τα πλοία του ελληνικού εμπορικού στόλου χρησιμοποιήθηκαν για την εκκένωση της χώρας και για την μεταφορά των υποχωρούντων στρατιωτικών μονάδων προς την Κρήτη. Τα περισσότερα από τα πλοία αυτά, έμφορτα με άμαχους και στρατιώτες, δέχτηκαν επιθέσεις από την γερμανική πολεμική αεροπορία με αποτέλεσμα να βυθιστούν. Το διάστημα αυτό, και ιδιαίτερα αμέσως μετά την γερμανική επίθεση ενάντια στην Ελλάδα, ο εναέριος χώρος του Αιγαίου Πελάγους βρισκόταν απόλυτα υπό τον έλεγχο της Luftwaffe, η οποία εξαπέλυε συνεχείς επιθέσεις. Μέσα στον μήνα αυτόν η ελληνική εμπορική ναυτιλία απώλεσε τα 18 τοις εκατό του συνολικού δυναμικού της.
Αμέσως μετά την ολοκληρωτική κατάληψη της Ελλάδας, στα τέλη Μαΐου του 1941, ένας σχετικά μεγάλος αριθμός πλοίων, τόσο της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας, όσο και του Βασιλικού Ναυτικού, κατασχέθηκε από την Wehrmacht και ενσωματώθηκε, κυρίως με ελληνικά πληρώματα, στο γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό, την Kriegsmarine. Ένα επιπλέον μέτρο της Wehrmacht, αμέσως μετά την κατάληψη της Αθήνας την 27η Απριλίου 1941, ήταν ο χαρακτηρισμός όλων των στην ελληνική επικράτεια βρισκόμενων ναυαγίων σαν λεία πολέμου και ως εκ΄ τούτου ιδιοκτησία του γερμανικού Ράιχ. Υπό την εποπτεία του γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού ιδρύθηκαν εταιρείες, οι οποίες σε συνεργασία με ελληνικές ναυαγιαιρεσιακές εταιρείας, όπως την «Βερνίκος-Μάτσας», επιδόθηκαν στην ανέλκυση όλων των σε προσβάσιμο βάθος βρισκόμενων ναυαγίων, τα οποία στην συνέχεια επισκεύασαν και ενέταξαν - σχεδόν πάντα με ελληνικό πλήρωμα - στο δυναμικό της Kriegsmarine. Τα περισσότερα από τα πλοία αυτά προέρχονταν από τον ελληνικό εμπορικό στόλο και συμμετείχαν μέχρι το τέλος του πολέμου σε πολλά μέτωπα, με αποτέλεσμα να βυθιστούν τα περισσότερα από αυτά μαζί με τα πληρώματά τους από τους Συμμάχους. Τα πολεμικά ημερολόγια της Kriegsmarine είναι γεμάτα με αναφορές οι οποίες πληροφορούν, με λεπτομέρειες, για τους έλληνες ναυτικούς οι οποίοι πολέμησαν στο πλευρό του γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού. Ωστόσο και τα συμμαχικά ημερολόγια πολέμου είναι επίσης γεμάτα με αμέτρητες καταχωρήσεις και αναφορές για τους έλληνες ναυτικούς, οι οποίοι κατέφυγαν στην Μέση Ανατολή και εντάχθηκαν εθελοντικά στο ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό, με σκοπό να αγωνιστούν στο πλευρό των Συμμάχων κατά των δυνάμεων του Άξονα, θυσιάζοντας ενίοτε και τις ίδιες τους τις ζωές.
Η εμφανής αυτή αντιπαράθεση κάνει ορατές και δείχνει με σαφήνεια τις πολιτικές και κοινωνικές αντιθέσεις και το βαθύ χάσμα της ελληνικής κοινωνίας, του οποίου οι ρίζες άντλησαν δύναμη από τις προπολεμικές ιστορικές και πολιτικές συνθήκες της Ελλάδας. Οι αντιθέσεις αυτές συνεχίστηκαν και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με αποκορύφωμα τον ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο, ο οποίος διήρκεσε από τον Ιούνιο του 1946 έως τον Οκτώβριο του 1949 και στοίχισε την ζωή 150.000 περίπου πολιτών.
Τέσσερεις χρονικές περίοδοι χαρακτηρίζουν τις απώλειες του ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού και της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας.
1. Από την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1.9.1939) μέχρι και την έναρξη του Ελληνοïταλικού Πολέμου (28.10.1940)
Στην πρώτη αυτή φάση του πολέμου πολλά από τα πλοία του ελληνικού εμπορικού στόλου, με ελληνικά πληρώματα, τα οποία είχαν ναυλωθεί από τους Συμμάχους, βυθίστηκαν στον Ατλαντικό Ωκεανό κυρίως από γερμανικά υποβρύχια. Κάποια άλλα κατασχέθηκαν σε λιμάνια τα οποία ελέγχονταν από τις δυνάμεις του Άξονα και των συμμάχων τους. Στην περίοδο αυτή συμπεριλαμβάνονται επίσης και οι απώλειες οι οποίες προήλθαν από μυστικές εχθρικές ενέργειες, όπως η βύθιση του ελληνικού εύδρομου ΕΛΛΗ από το ιταλικό υποβρύχιο DELFINO, στο λιμάνι της Τήνου την 15.8.1940. Κάποιες ακόμη απώλειες της περιόδου αυτής οφείλονται σε ναυτικά ατυχήματα. Οι συνολικές απώλειες των ελληνόκτητων πλοίων κατά την πρώτη αυτή φάση του πολέμου ανήλθαν σε 368.621 ΚΟΧ.
2. Από την έναρξη του Ελληνοïταλικού Πολέμου (28.10.1940) μέχρι και την έναρξη της γερμανικής επίθεσης (βλ. «Βαλκανική Εκστρατεία») ενάντια στην Ελλάδα (6.4.1941)
Κατά την περίοδο αυτή οι ελληνικές απώλειες στην Μεσόγειο οφείλονται κυρίως σε επιθέσεις του ιταλικού Βασιλικού Ναυτικού, της Regia Marina Italiana. Μεταξύ των απωλειών συγκαταλέγονται κυρίως φορτηγά πλοία και πετρελαιοκίνητα της εμπορικής ναυτιλίας, τα οποία είχαν επιταχθεί και χρησιμοποιήθηκαν σαν μεταγωγικά από την ελληνική κυβέρνηση. Ανάμεσα στις απώλειες αυτές συγκαταλέγονται και τα πλοία εκείνα τα οποία επιτάχθηκαν από την ιταλική κυβέρνηση, σε ιταλικά λιμάνια, αμέσως μετά την ιταλική κήρυξη πολέμου η οποία προέκυψε από την άρνηση του πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά να επιτρέψει την ελεύθερη διέλευση του ιταλικού στρατού μέσω της Ελλάδας. Πρόκειται για το αποτέλεσμα το οποίο προέκυψε μετά την επίσκεψη του ιταλού πρέσβη στην Αθήνα, Emanuelle Grazzi, στον Ι. Μεταξά, με σκοπό την ιδιόχειρη παράδοση του τελεσίγραφου του Μουσολίνι, την αρνητική απάντηση του Μεταξά και την άμεση έναρξη του Ελληνοïταλικού Πολέμου. Οι συνολικές απώλειες της περιόδου αυτής, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι συνεχιζόμενες απώλειες της Μάχης του Ατλαντικού, ανήλθαν σε 135.162 ΚΟΧ.
3. Από την έναρξη της γερμανικής επίθεσης (6.4.1941) μέχρι και την ολοκληρωτική κατάληψη της Ελλάδας (31.5.1941)
Κατά την περίοδο αυτή το ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό απώλεσε 25 πλοία, ενώ ο ελληνικός εμπορικός στόλος απώλεσε 220.581 ΚΟΧ, λόγω των συνεχών και ιδιαίτερα δριμειών γερμανικών αεροπορικών επιθέσεων. Κύριος στόχος της γερμανικής Πολεμικής Αεροπορίας, της Luftwaffe, υπήρξε ο Πειραιάς, το σημαντικότερο ελληνικό λιμάνι. Όμως και τα υπόλοιπα λιμάνια της χώρας καθώς και η συνολική θαλάσσια έκταση του Αιγαίου Πελάγους, βρίσκονταν υπό συνεχών αεροπορικών επιδρομών. Τον Απρίλη του 1941 το ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό απώλεσε το μεγαλύτερο μέρος του δυναμικού του, με αποτέλεσμα να καταφύγει με το παλαιό θωρηκτό ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΒΕΡΩΦ, έξι αντιτορπιλικά και πέντε υποβρύχια, υπό την διακυβέρνηση του ναυάρχου Αλέξανδρου Σακελλαρίου, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Οι απώλειες της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας την περίοδο αυτή, σε συνάρτηση με την γερμανική Επιχείρηση ΕΡΜΗΣ (βλ. γερμ. Unternehmen MERKUR), γνωστότερη σαν Μάχη της Κρήτης, ανήλθαν σε 39.700 ΚΟΧ.
4. Από την ολοκληρωτική κατάληψη της Ελλάδας (31.5.1941) μέχρι και το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (15.8.1945)
Κατά την διάρκεια της τελευταίας φάσης του πολέμου, η ελληνική ναυτιλία απώλεσε το μεγαλύτερο μέρος του συνολικού δυναμικού της. Τα περισσότερα πλοία, πρωτίστως με ελληνικό πλήρωμα, βυθίστηκαν σε όλα τα μήκη και πλάτη της υδρογείου από τις δυνάμεις του Άξονα. Ένας μεγάλος αριθμός ελληνόκτητων πλοίων, τα οποία τελούσαν υπό γερμανική ή ιταλική επίταξη, βυθίστηκαν επίσης από τους Συμμάχους. Επιπλέον, εκτός των ελάχιστων σε αριθμό εναπομεινάντων ελληνικών φορτηγών πλοίων, ένας μεγάλος αριθμός ελληνικών πετρελαιοκίνητων, τα οποία ταξίδευαν με την γερμανική πολεμική σημαία της Kriegsmarine, δέχτηκαν επανειλημμένα επιθέσεις από συμμαχικά υποβρύχια, πολεμικά πλοία, και αεροσκάφη, με αποτέλεσμα να βυθιστούν. Μεταξύ των απωλειών της περιόδου αυτής συμπεριλαμβάνονται και τα ελληνικά ατμόπλοια τα οποία κατασχέθηκαν σε λιμάνια της Κίνας και της Ιαπωνίας από τις ιαπωνικές αρχές. Οι απώλειες κατά την διάρκεια της τελευταίας φάσης του πολέμου, ανήλθαν, μόνο για την ελληνική εμπορική ναυτιλία, σε 535.280 ΚΟΧ.
Ταξινόμηση
Επιλέξτε κατηγορία
Εύρεση